- δικείν
- δικεῑν (Α)Ι. (απαρέμφ. αορ.)1. ρίχνω2. βάλλω, χτυπώII. (μτχ. αορ.) δικών, -οῡσα, -όναυτός που έρριξε, που χτύπησε.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. έδικον, τού οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη σύνδεση με το δείκνυμι*, αν ληφθεί υπ' όψιν η έννοια τής κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο ρήμα].
Dictionary of Greek. 2013.